ἐναπόμαγμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A impression, image, Herm.in Phdr.p.68A.
German (Pape)
[Seite 828] τό, das darin Abgedrückte, Hermias Schol. Plat. Phaedr. p. 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόμαγμα: τό, τύπος, εἰκών, Ἑρμίας παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ σ. 69.
Spanish (DGE)
-ματος, τό impronta τῆς αἰσθήσεως Herm.in Phdr.68.
Greek Monolingual
ἐναπόμαγμα, το (Α)
το αποτέλεσμα του εναπομάσσω, η αποτύπωση, η εικόνα.