ἐξαγορασία
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἡ,
A ransom, redemption, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγορασία: ἡ, = τῷ ἑπομ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
redención, CChalc.(451) Ep. en ACO 2.1.1 (p.43.9), Gloss.2.301.
Greek Monolingual
ἐξαγορασία, η (AM) εξαγοράζω
εξαγορά αιχμαλώτου.