ἐκβιαστής
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A exactor, oppressor, Aq.,Thd.Pr.6.7.
Spanish (DGE)
-οῦ que obliga o actúa con violencia Aq., Thd.Pr.6.7.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α ἐκβιαστής)
νεοελλ.
1. αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι με εκβιασμό
2. αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό.