Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὕψωσις

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕψωσις Medium diacritics: ὕψωσις Low diacritics: ύψωσις Capitals: ΥΨΩΣΙΣ
Transliteration A: hýpsōsis Transliteration B: hypsōsis Transliteration C: ypsosis Beta Code: u(/ywsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a raising high, τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472.    2 hill, eminence, Str.7.5.10 (pl.).    II metaph., exalting, glorifying, αἱ ὑ. τοῦ Θεοῦ LXX Ps.149.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὕψωσις: έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς σήκωμα, ἡ τοῦ βραχίονος ὕψωσις Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, αἴνεσις, ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ ὕψωσις τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ ὕψωσις τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ μᾶλλον νηστεία πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. Κρήτ. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14.