εὐπερίοπτος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίοπτος Medium diacritics: εὐπερίοπτος Low diacritics: ευπερίοπτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: euperíoptos Transliteration B: euperioptos Transliteration C: efperioptos Beta Code: eu)peri/optos

English (LSJ)

ον,

   A easily slighted, despicable, ἀρχή Plb.Fr.157.

German (Pape)

[Seite 1088] ringsherum sichtbar, Pol. frg. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίοπτος: -ον, = εὐκαταφρόνητος, Πολυβ. Ἀποσπ. 30.

Greek Monolingual

εὐπερίοπτος, -ον (Α)
ευκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-οπτος «καταφανής, εξέχων», με σημασιολ. επίδραση επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. ευκαταφρόνητος)].

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίοπτος: тот, которым легко пренебречь, достойный презрения Polyb.