ἐξελκυσμός

From LSJ
Revision as of 11:42, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελκυσμός Medium diacritics: ἐξελκυσμός Low diacritics: εξελκυσμός Capitals: ΕΞΕΛΚΥΣΜΟΣ
Transliteration A: exelkysmós Transliteration B: exelkysmos Transliteration C: ekselkysmos Beta Code: e)celkusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pulling out, removal, Ruf. ap. Orib.8.39.13.    II extension, Heliod. ap.Orib.49.10.6.

German (Pape)

[Seite 876] ὁ, das Herausziehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελκυσμός: ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς βάθος, Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.

Greek Monolingual

ο (Α ἐξελκυσμός)
ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών
αρχ.
1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση
2. μετακίνηση.