Μεγαροῖ
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
Adv.
A at Megara, Id.Ach.758, IG12.929.3.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγαροῖ: Ἐπίρρ., ἐν Μεγάροις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 758.
French (Bailly abrégé)
adv.
à Mégare sans mouv.
Étymologie: Μέγαρα, -οι.
Greek Monotonic
Μεγαροῖ: επίρρ., στα Μέγαρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰροῖ: adv. в Мегарах Plat., Arph.
Middle Liddell
at Megara, Ar.