δυνάστευμα
From LSJ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.
German (Pape)
[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.
Greek Monolingual
το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.