εὐπράγημα

From LSJ
Revision as of 14:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρᾱγημα Medium diacritics: εὐπράγημα Low diacritics: ευπράγημα Capitals: ΕΥΠΡΑΓΗΜΑ
Transliteration A: euprágēma Transliteration B: eupragēma Transliteration C: efpragima Beta Code: eu)pra/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a success, in war, in pl., App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπράγημα: τό, ἐπιτυχία ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν κατόρθωμα, Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.

Greek Monolingual

εὐπράγημα, τὸ (Α) ευπραγώ
1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία
2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα
τα πολεμικά κατορθώματα.