αὐτομήτωρ

Revision as of 14:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ορος, ἡ,

   A very mother herself, or her mother's very child, dub. in Semon.7.12.

German (Pape)

[Seite 399] ορος, ἡ, die leibhafte Mutter selbst, Simon. mul. vs. 12.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτομήτωρ: -ορος, ἡ, αὐτὴ ἡ μήτηρ ἀπαράλλακτος, ἀκριβῶς ὡς ἡ μήτηρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7 [8]. 12· ― ὁ τύπος αὐτομήτηρ, ερος εἶναι ἀντίθετος τῇ ἀναλογίᾳ, Λοβ. Φρύν. 659.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
que es madre de sí mismo, que se engendra a sí mismo θεός BE 1976.766 (Egipto), cf. Semon.8.12 (cód., prob. error).

Greek Monolingual

αὐτομήτωρ (-ορος), η (Α)
ίδια η μητέρα, απαράλλαχτα όμοια με τη μητέρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, πατρομήτωρ, προμήτωρ κ.ά.)].