βατώδης

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτώδης Medium diacritics: βατώδης Low diacritics: βατώδης Capitals: ΒΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: batṓdēs Transliteration B: batōdēs Transliteration C: vatodis Beta Code: batw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A thorny, Str.4.3.5.    2 like a blackberry, τὸ μόρον τὸ β. Phan.Hist.33.    II overgrown with thorns, Plb.2.28.8.

German (Pape)

[Seite 439] ες, dornartig, dornicht, Strab. 4, 3, 5; mit Dornen bewachsen, τόπος Pol. 2, 28. 12, 22.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀκάνθῃ, ἀκανθώδης, Στράβ. 194. ΙΙ. κεκαλυμμένος μὲ ἀκάνθας, Πολύβ. 2. 28, 8.

Spanish (DGE)

-ες
1 fragoso, lleno de zarzas, enmarañado τόποι Plb.2.28.8, τὴν ὀφρὺν τοῦ ποταμοῦ ... βατώδη Plb.12.22.4.
2 espinoso λύγοι Str.4.3.5, τὸ μόρον τὸ βατῶδες Phan.42.

Greek Monolingual

-ες (AM βατώδης, -ες) βάτος (Ι)]
1. όμοιος με βάτο
2. σκεπασμένος με βάτους
αρχ.
όμοιος με βατόμουρο.

Russian (Dvoretsky)

βᾰτώδης: поросший колючками (τόπος Polyb.).