γογγρώδης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ες,
A like an excrescence, ἔκφυσις Hsch. s.v. γόγγρος.
German (Pape)
[Seite 500] ες, = γογγροειδής, Hesych.
Spanish (DGE)
-ες subst. ἡ γ. agalla del olivo, Hsch.s.u. γόγγρος.