δυσμετάβλητος
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον,
A hard to alter, Hp.Alim.51, Plu.2.952c.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu verändern, Hippocr.; Plut. de prim. frig. 16; schwer zu verdauen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάβλητος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, αὐτόθι 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μεταβάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. que se adapta a los cambios con dificultad de los viejos, Plu.2.625a.
2 de cosas que es difícil de alterar o transformar de los músculos ejercitados, Hp.Alim.51, ἡ γὰρ ἀτενὴς καὶ σκληρὰ δ. de la tierra, Plu.2.640e, λίθοι Plu.2.701c, cf. 952c, 1025c, νόσος ψυχῆς δ. τῷ νόμῳ Max.Tyr.7.3
•de alimentos que cuesta digerir, que se digiere con lentitud Alex.Trall.2.253.1, 6, 281.17.
II adv. -ως con dificultad para ser modificado ἀκριβῶς ... καὶ δ. Olymp.in Cat.120.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμετάβλητος, -ον)
αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσμετάβλητος: с трудом изменяющийся, несклонный меняться (δυσκίνητος καὶ δ. Plut.).