Κελτοί

From LSJ
Revision as of 15:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κελτοί Medium diacritics: Κελτοί Low diacritics: Κελτοί Capitals: ΚΕΛΤΟΙ
Transliteration A: Keltoí Transliteration B: Keltoi Transliteration C: Keltoi Beta Code: *keltoi/

English (LSJ)

οἱ, Celts, Hdt.2.33, X.HG7.1.20, Plb.1.13.4:—later Κέλται, Str.4.1.1, etc.:—hence Κελτικός, ή, όν,

   A Celtic, Gallic, Id.3.1.3: —poet. Κελτός, ή, όν, Call.Del.173:—fem. Κελτίς, ίδος, AP10.21 (Phld.); ἡ Κελτική the country of the Celts or Gauls, Arist.HA606b4, Str.4.1.1; ἡ Κελτία Foed. ap. Plb.7.9.6.

Greek (Liddell-Scott)

Κελτοί: οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Γαλατίας, Ἡρόδ. 2. 33, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20, Πολύβ. (ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ Γαλάται)· παρὰ μεταγεν. καὶ Κέλται, Στράβ. 176, Διόδ.· παρὰ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 173 Κένται ἀντὶ Κέλται, ὡς φίντατος ἀντὶ φίλτατος·- ἐντεῦθεν Κελτικός, ή, όν, Γαλατικός, Γαλλικός, Στράβ. 137· ποιητ. Κελτός, ή, όν, Κάλλ. εἰς Δῆλ. 173· θηλ. Κελτίς, ίδος, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 21·- ἡ Κελτική, ἡ χώρα τῶν Κελτῶν ἢ Γαλατῶν, Γαλατία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 9· Κ. ἡ ὑπὲρ τῶν Ἄλπεων, καὶ ἡ ἐντὸς τῶν Ἄλπεων, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἡ Κελτία, Συνθήκη παρὰ Πολυβ. 7. 9, 6.

Greek Monotonic

Κελτοί: οἱ, οι Κέλτες, σε Ηρόδ., Ξεν.· απ' όπου, Κελτικός, , -όν, Κελτικός, Γαλατικός, θηλ. Κελτίς, -ίδος, σε Ανθ.

Middle Liddell

Κελτοί, οἱ,
the Kelts or Celts, Hdt., Xen.