Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θλαστός

From LSJ
Revision as of 17:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλαστός Medium diacritics: θλαστός Low diacritics: θλαστός Capitals: ΘΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: thlastós Transliteration B: thlastos Transliteration C: thlastos Beta Code: qlasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crushed, bruised, ἐλάα Ar.Fr.391, Diph.14.5, cf.PSI5.535.52.    2 capable of being crushed or compressed, opp. θραυστός (q.v.), Arist.HA523b7, cf. Mete.386a25.

Greek (Liddell-Scott)

θλαστός: -ή, -όν, ὁ θλασθείς, «σπαστός», «τσακιστός», ἐλάα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 345, Δίφιλ. Ἀπλήστ. 1. 2) ὃν δύναταί τις νὰ θλάσῃ ἢ νὰ συνθλίψῃ, ἀντίθετον τῷ θραυστός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 3, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 18, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 3.

Greek Monolingual

θλαστός, -ή, -όν (Α) θλω
1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

θλαστός: [adj. verb. к θλάω
1) раздавленный, мятый (ἐλάα Arph.);
2) сжимаемый, т. е. упругий: θραυστὸς καὶ κατακτός, ἀλλ᾽ οὐ θ. Arst. ломкий и бьющийся, но не упругий.