κτηνοβάτης

From LSJ
Revision as of 17:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνοβάτης Medium diacritics: κτηνοβάτης Low diacritics: κτηνοβάτης Capitals: ΚΤΗΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: ktēnobátēs Transliteration B: ktēnobatēs Transliteration C: ktinovatis Beta Code: kthnoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (

   A βαίνω A.11.1) one guilty of bestiality, Sch.Ar. Ra.432, 965.

German (Pape)

[Seite 1519] mit Thieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (βαίνω ΙΙ. 1), ὁ ἐκτελῶν παρὰ φύσιν μῖξιν μετὰ κτήνους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 432, 965· ― ἐντεῦθεν κτηνοβατέω, Achmes Ὀνειρ. 132· κτηνοβασία, ἡ, συνουσία μετὰ κτήνους, Ἐκκλ

Greek Monolingual

ο (Μ κτηνοβάτης)
άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλο-βάτης, σχοινο-βάτης.