μαλακτός

From LSJ
Revision as of 17:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτός Medium diacritics: μαλακτός Low diacritics: μαλακτός Capitals: ΜΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: malaktós Transliteration B: malaktos Transliteration C: malaktos Beta Code: malakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be softened, as iron, Arist. Mete.385a13, al.

Greek (Liddell-Scott)

μαλακτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν σίδηρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλακτός, -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) μαλάσσω
αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος
νεοελλ.
(μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση.
επίρρ...
μαλακτά (Μ)
ήρεμα, με ήπιο τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκτός: размягчаемый, плавящийся, плавкий (κρύσταλλος, σίδηρος Arst.).