μεσόκουρος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον,
A shaven in the middle, Poll.4.139.
German (Pape)
[Seite 138] in der Mitte geschoren, Poll. 4, 139.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόκουρος: -ον, ὁ τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς ἔχων κεκαρμένον, Πολυδ. Δ΄, 139.
Greek Monolingual
μεσόκουρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο του κεφαλιού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί-κουρος, ημί-κουρος].