κλεισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A storing under lock and key, οἴνου POxy.1578.7 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1448] ὁ, s. κλισμός.
Greek Monolingual
ο (Α κλεισμός) κλείω (Ι)]
νεοελλ.
κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι
αρχ.
πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδί («κλεισμός οίνου», πάπ.).