κλεισμός

From LSJ
Revision as of 17:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεισμός Medium diacritics: κλεισμός Low diacritics: κλεισμός Capitals: ΚΛΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kleismós Transliteration B: kleismos Transliteration C: kleismos Beta Code: kleismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A storing under lock and key, οἴνου POxy.1578.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, s. κλισμός.

Greek Monolingual

ο (Α κλεισμός) κλείω (Ι)]
νεοελλ.
κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι
αρχ.
πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδίκλεισμός οίνου», πάπ.).