ψηφοπαίκτης
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
ου, ὁ, (παίζω)
A one who juggles with pebbles, Eudox.Com.1, S.E.P.2.250.
German (Pape)
[Seite 1398] ὁ, der mit Steinchen od. Würfeln spielt, ein Taschenspieler, der Steinchen u. vgl. vor den Zuschauern unvermerkt verschwinden läßt, vertauscht, u. sonst vgl. macht; Eudox. com. bei Poll. 7, 201; Alciphr. 3, 20; Senec. epist. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοπαίκτης: -ου, ὁ, (παίζω) ὁ παίζων μὲ λιθάρια ἢ κύβους, θαυματοποιὸς ἐνεργῶν ταχυδακτυλουργικῶς ὥστε νὰ μεταβάλλωσι ταῦτα θέσεις, Εὔδοξος ἐν «Ναυκλήρῳ» 1· πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 20, Senec. Epist. 45· ψηφάων παῖκται παρὰ Μανέθ. 4. 448· πρβλ. ψηφάς, ψηφοκλέπτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
θαυματοποιός που εκτελούσε ταχυδακτυλουργικά νούμερα με ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + παίκτης.
Russian (Dvoretsky)
ψηφοπαίκτης: ου ὁ фокусник Sext.