σιτεύσιμος
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
η, ον,
A of or for feeding: τὸ σ. a fowl stuffed for the table, Lemma to AP9.484 and 486.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτεύσιμος: -η, -ον, = σιτευτός, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α σίτευσις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον
πουλερικό παραγεμιστό.