πολεμοκέλαδος

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμοκέλᾰδος Medium diacritics: πολεμοκέλαδος Low diacritics: πολεμοκέλαδος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: polemokélados Transliteration B: polemokelados Transliteration C: polemokelados Beta Code: polemoke/lados

English (LSJ)

ον,

   A exulting in the din of war, Βρόμιος Lyr.Adesp.108.

German (Pape)

[Seite 654] Kriegsgetöse erregend, poet. bei D. Hal. C. V. p. 107.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμοκέλᾰδος: -ον, ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θορύβῳ τοῦ πολέμου, Βρόμιος Ποιητ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κέλαδος «θόρυβος, βοή» (πρβλ. νεο-κέλαδος)].