μεσεντέριον
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
(sc. δέρμα), τό,
A membrane to which the intestines are attached, Arist.HA495b32, PA678a14, etc.:—also μεσ-έντερον, τό, ib. a15 (s.v.l.), Ruf.Anat.50.
German (Pape)
[Seite 137] τό, das Gekröse, das sich zwischen den dünnen Därmen befindet u. sie zusammenhält und verbindet, Arist. part. an. 2, 3 (ib. 4, 4 steht wahrscheinlich falsch μεσέντερον) H. A. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεντέριον: (δηλ. δέρμα), τό, μεμβρᾶνα εἰς ἣν τὰ ἔντερα εἶναι προσκεκολλημένα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 4,1 κἑξ. (μεσέντερον ἐν § 5 εἶναι ἡμαρτημ.), κ. ἀλλ. πρβλ. μεσάραιον, μεσόκωλον.
Russian (Dvoretsky)
μεσεντέριον: τό анат. месентерии, брыжейка Arst.