σχοίνισμα
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece of land measured out by the σχοῖνος, portion, allotment, LXX De.32.9, Jo.17.14,al. 2 generally, division, portion of a people, ib.2 Ki.8.2.
German (Pape)
[Seite 1057] τό, die Ausmessung eines Landes, die Gränzbestimmung; ein Stück erobertes u. unter neue Ansiedler vertheiltes Land, oder ein Stück zum Ackerbau abgemessenes Land; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σχοίνισμα: τό, μέρος τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, μερίδιον, κλῆρος, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) καθόλου, διαίρεσις, μερίδιον, μέρος λαοῦ, αὐτόθι (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ)
αρχ.
1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο
2. συνεκδ. τμήμα λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ισμα, μέσω αμάρτυρου σχοινίζω (πρβλ. παρα-σχοινίζω: παρα-σχοίνισμα)].