κακοκαρπία

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοκαρπία Medium diacritics: κακοκαρπία Low diacritics: κακοκαρπία Capitals: ΚΑΚΟΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: kakokarpía Transliteration B: kakokarpia Transliteration C: kakokarpia Beta Code: kakokarpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bearing bad or imperfect fruit, Thphr.HP1.4.1, al.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, Unfruchtbarkeit, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοκαρπία: ἡ, κακὴ κατάστασις τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

κακοκαρπία, ἡ (AM) κακόκαρπος
1. κακή κατάσταση τών καρπών, παραγωγή κακών ή ατελών καρπών
2. (κατ' επέκτ.) ακαρπία.