καρηβαρής

From LSJ
Revision as of 21:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρής Medium diacritics: καρηβαρής Low diacritics: καρηβαρής Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΗΣ
Transliteration A: karēbarḗs Transliteration B: karēbarēs Transliteration C: karivaris Beta Code: karhbarh/s

English (LSJ)

ές,

   A drowsy, comatose, prob. l. in Hp. Epid.3.6, cf. Gal.16.579.    II producing drowsiness, νότος Sch. Arat.786.

German (Pape)

[Seite 1327] ές, mit schwerem Kopf, an Kopfschmerz leidend, Sp.

Greek Monolingual

καρηβαρής, -ές (Α)
αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο-βαρής, χειρο-βαρής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρηβαρής -ές [κάρα, βαρύς] met een zwaar hoofd. Hp.