κριθανίας

From LSJ
Revision as of 21:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθᾰνίας Medium diacritics: κριθανίας Low diacritics: κριθανίας Capitals: ΚΡΙΘΑΝΙΑΣ
Transliteration A: krithanías Transliteration B: krithanias Transliteration C: krithanias Beta Code: kriqani/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A like barley: κ. πυρός a branching cereal, perh. millet, Thphr.HP8.2.3.

German (Pape)

[Seite 1508] πυρός, ὁ, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθᾰνίας: -ου, ὁ, ὅμοιος κριθῇ, κρ. πυρός, εἶδος σίτου ὁμοίου πρὸς κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2. 3.

Greek Monolingual

κριθανίας, ὁ (Α)
1. όμοιος με κριθάρι
2. φρ. «κριθανίας πυρός» — είδος σιτηρού, πιθ. ο κέγχρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κριθανίας (πυρός) < κριθή + πιθ. κατάλ. -ανίας (πρβλ. υφ-ανίας) σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο του σητανίας (πυρός)].