κριβάνη

From LSJ
Revision as of 22:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑβᾰνη Medium diacritics: κριβάνη Low diacritics: κριβάνη Capitals: ΚΡΙΒΑΝΗ
Transliteration A: kribánē Transliteration B: kribanē Transliteration C: krivani Beta Code: kriba/nh

English (LSJ)

ἡ, or κρῑβᾰν-ης, ὁ,

   A a cake, Alcm.20 (-νωτος codd. Ath.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1508] ἡ, eine Art Kuchen, Ath. XIV, 646 a; auch τὰ κρίβανα.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβάνη: ἡ, ἢ κριβάνης, ὁ, πλακούντιον, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 646Α.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de gâteau.
Étymologie: cf. κριβανωτός.

Greek Monolingual

κριβάνη, ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)
είδος πίτας στους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λέξης κρίβανος (), με αλλαγή γένους].