νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Full diacritics: μηροκήλη | Medium diacritics: μηροκήλη | Low diacritics: μηροκήλη | Capitals: ΜΗΡΟΚΗΛΗ |
Transliteration A: mērokḗlē | Transliteration B: mērokēlē | Transliteration C: mirokili | Beta Code: mhrokh/lh |
ἡ,
A femoral hernia, Antyll. ap. Orib.50.64.
η (Α μηροκήλη)
κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου του μηριαίου δακτυλίου στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο-κήλη, ομφαλο-κήλη)].