μηκικός

From LSJ
Revision as of 22:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκικός Medium diacritics: μηκικός Low diacritics: μηκικός Capitals: ΜΗΚΙΚΟΣ
Transliteration A: mēkikós Transliteration B: mēkikos Transliteration C: mikikos Beta Code: mhkiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (μῆκος)

   A in longitude, μετάβασις, θέσις, Procl.Hyp.5.6,9.

Greek (Liddell-Scott)

μηκικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς (γεωγραφ.) μῆκος, Βρυενν. Ἁρμον. 411C, κλ.

Greek Monolingual

μηκικός, -ή, -όν (ΑΜ) μήκος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό μήκος.