μισοπόλεμος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ον,
A hating war, Sch.Ar.Pax661.
German (Pape)
[Seite 192] den Krieg hassend, Schol. Ar. Pax 661.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπόλεμος: -ον, ὁ μισῶν τὸν πόλεμον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 661.
Greek Monolingual
μισοπόλεμος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τον πόλεμο, που αποστρέφεται τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλεμος (πρβλ. φιλο-πόλεμος)].