νυκτέπαρχος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A praefectus vigilum, Just.Nov.13.1 Intr.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέπαρχος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, ἔπαρχος τῶν νυκτῶν, πραίτωρ τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3.
Greek Monolingual
νυκτέπαρχος, ὁ (ΑΜ)
(στο Βυζάντιο) έπαρχος, αρχηγός της νυχτερινής φρουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἔπαρχος.