νυκτέπαρχος

From LSJ
Revision as of 22:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτέπαρχος Medium diacritics: νυκτέπαρχος Low diacritics: νυκτέπαρχος Capitals: ΝΥΚΤΕΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: nyktéparchos Transliteration B: nykteparchos Transliteration C: nykteparchos Beta Code: nukte/parxos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A praefectus vigilum, Just.Nov.13.1 Intr.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτέπαρχος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, ἔπαρχος τῶν νυκτῶν, πραίτωρ τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3.

Greek Monolingual

νυκτέπαρχος, ὁ (ΑΜ)
(στο Βυζάντιο) έπαρχος, αρχηγός της νυχτερινής φρουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἔπαρχος.