Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Full diacritics: παμβλᾰβής | Medium diacritics: παμβλαβής | Low diacritics: παμβλαβής | Capitals: ΠΑΜΒΛΑΒΗΣ |
Transliteration A: pamblabḗs | Transliteration B: pamblabēs | Transliteration C: pamvlavis | Beta Code: pamblabh/s |
ές,
A wholly hurtful, Man.4.31.
[Seite 453] ές, sehr geschadet, Maneth. 4, 31. 76.
παμβλᾰβής: -ές, βαρέως βεβλαμμένος, Μανέθων 4. 31.
παμβλαβής, -ές (Α)
αυτός που υπέστη ολοκληρωτική βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βλαβής (< βλάβη)].