παρένθυρσος

From LSJ
Revision as of 08:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρένθυρσος Medium diacritics: παρένθυρσος Low diacritics: παρένθυρσος Capitals: ΠΑΡΕΝΘΥΡΣΟΣ
Transliteration A: parénthyrsos Transliteration B: parenthyrsos Transliteration C: parenthyrsos Beta Code: pare/nqursos

English (LSJ)

ὁ,

   A false sentiment or affectation of style, Theod. ap.Longin.3.5.

German (Pape)

[Seite 516] Ausdruck falscher Begeisterung, unzeitiger Enthusiasmus, vom pathetischen Schwulste der Rede, Longin. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

παρένθυρσος: ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες ὕφος λόγου, ψευδὲς ὕψος λόγου, εἶδος κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ψεύτικο, προσποιητό αίσθημα ή συναίσθημα
2. το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, είδος κακής και ψευδούς ρητορικής.