περίωσις
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
εως, ἡ,
A driving round of the breath, Arist.Resp.472b6, Gal.5.708.
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, das Umherstoßen, wird bezw.
Greek (Liddell-Scott)
περίωσις: ἡ, τὸ περιωθεῖν, ἐξώθησις, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 5. 1.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α περιωθώ
η εξώθηση, το σπρώξιμο εδώ κι εκεί.
Russian (Dvoretsky)
περίωσις: εως ἡ нагнетание или выталкивание Arst.