περίρροος

From LSJ
Revision as of 08:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίρροος Medium diacritics: περίρροος Low diacritics: περίρροος Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: perírroos Transliteration B: perirroos Transliteration C: perirroos Beta Code: peri/rroos

English (LSJ)

ον, contr. περίρρους, ουν,

   A = περίρρυτος, Hdt.1.174.    2 flowing round, γῆς π. ὠκεανός Aristid.Or.43(1).24.    II Subst., = περιρροή 1, J.AJ18.9.1.    2 = περιρροια 11, Hp.Epid.1.26.δ, 3.17.i<*>/, Coac.629.

Greek (Liddell-Scott)

περίρροος: -ον, συνῃρ. περίρρους, ουν, = περίρρυτος, Ἡρόδ. 1. 174. 2) ὁ ῥέων ὁλόγυρα, γῆς π. ὠκεανὸς Ἀριστείδ. 1. 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = περιρροή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 1. 2) = περίρροια ΙΙ, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 976, πρβλ. 221G, 1117Ε, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monotonic

περίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν, = περίρρυτος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περίρροος: стяж. περίρρους 2 обтекаемый со всех сторон, омываемый отовсюду морем (πάση ἡ Κνιδίη Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίρροος -οον, contr. περίρρους -ουν [περιρρέω] omstroomd of omgeven door de zee; subst. ὁ περίρροος -ου buikloop. Hp.