περιπηγής

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπηγής Medium diacritics: περιπηγής Low diacritics: περιπηγής Capitals: ΠΕΡΙΠΗΓΗΣ
Transliteration A: peripēgḗs Transliteration B: peripēgēs Transliteration C: peripigis Beta Code: periphgh/s

English (LSJ)

ές,

   A congealed around, λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις Nic.Al. 107.

German (Pape)

[Seite 587] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107.

Greek (Liddell-Scott)

περιπηγής: -ές, ὁ πεπηγμένος περί τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «ἐπεὶ περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ δάκρυον τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει γύρω από κάποιον ή πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής].