πνευματόμφαλος

From LSJ
Revision as of 09:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτόμφᾰλος Medium diacritics: πνευματόμφαλος Low diacritics: πνευματόμφαλος Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: pneumatómphalos Transliteration B: pneumatomphalos Transliteration C: pnevmatomfalos Beta Code: pneumato/mfalos

English (LSJ)

ὁ,

   A sufferer from umbilical hernia, supposed to be caused by wind, Gal.14.786:—also πνευμ-όμφαλον, τό, umbilical hernia, Id.19.445.

German (Pape)

[Seite 640] Windbruch des Nabels, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτόμφᾰλος: ὁ, τὸ ἀνεύρυσμα τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, αὐτόθι 274.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(στον Γαλ.) ανεύρυσμα του ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ὀμφαλός.
(II)
-ον, Α πνευματόμφαλος
(στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.