λαχανοθήκη
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ἡ,
A dish or pot for vegetables, Alex.Magn. ap. Ath.11.784b (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, Schüssel zum Aufbewahren oder Auftragen von Gemüsen, Ath. XI, 784 b.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνοθήκη: ἡ, πινάκιον ἢ χύτρα διὰ λάχανα, Ἐπιστ. Ἀλεξ. τοῦ Μεγ. παρ’ Ἀθην. 11, 784 (ζήτει μετὰ τὸ 466D)· λαγανοθ- ὕποπτ. Schweigh.
Greek Monolingual
λαχανοθήκη, ἡ (Α)
πιάτο ή χύτρα για λάχανα.