μανόω
From LSJ
English (LSJ)
(μανός)
A make porous, loose, ἡ κόπρος μανοῖ τὴν γῆν Thphr. CP3.6.1; τὸ σῶμα μανοῦν, of diaphoretic treatment, Orib.Syn.6.8.4:—Pass., Thphr.HP9.14.3, Sens.30; to be rarefied, of the soul, Dam.Pr.400.
German (Pape)
[Seite 93] dünn, locker machen, zerstreuen, im Ggstz von πυκνόω, bes. pass., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μανόω: (μανὸς) κάμνω τι πορῶδες ἢ ἀραιόν, χαλαρώνω, μαλακώνω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 3· ἡ κόπρος μανοῖ τὴν γῆν ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 1.