μικρόβωλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A in small lumps, σμύρνα Dsc.1.64.
German (Pape)
[Seite 183] kleinschollig.
Greek (Liddell-Scott)
μικρόβωλος: -ον, ὁ ἔχων μικρὰς βώλους, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἁδρόβωλος Διοσκ. 1, 77, σ. 80.
Greek Monolingual
μικρόβωλος, -ον (Α)
αυτός που υπάρχει υπὸ μορφή μικρών βώλων («μικρόβωλος σμύρνα», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -βωλος (< βῶλος), πρβλ. καλλί-βωλος, χρυσό-βωλος].