μεταπειστός

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπειστός Medium diacritics: μεταπειστός Low diacritics: μεταπειστός Capitals: ΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: metapeistós Transliteration B: metapeistos Transliteration C: metapeistos Beta Code: metapeisto/s

English (LSJ)

όν,

   A open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.