μετρόκροτος

From LSJ
Revision as of 11:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρόκροτος Medium diacritics: μετρόκροτος Low diacritics: μετρόκροτος Capitals: ΜΕΤΡΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: metrókrotos Transliteration B: metrokrotos Transliteration C: metrokrotos Beta Code: metro/krotos

English (LSJ)

ον,

   A wrought in metre, γραφαί Tz.ad Lyc.497.

Greek (Liddell-Scott)

μετρόκροτος: -ον, ὁ μετρικῶς κροτῶν, ἠχῶν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 497.

Greek Monolingual

μετρόκροτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κρότος (πρβλ. κωδωνό-κροτος)].