ξηρονομικός

From LSJ
Revision as of 11:16, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρονομικός Medium diacritics: ξηρονομικός Low diacritics: ξηρονομικός Capitals: ΞΗΡΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: xēronomikós Transliteration B: xēronomikos Transliteration C: ksironomikos Beta Code: chronomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A feeding on dry land, f.l. in Ath.3.99b (misquoting Pl.Plt.264d).

German (Pape)

[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen weidend, Ath. III, 99 b.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρονομικός: -ή, -όν, ὁ βοσκόμενος ἐπὶ ξηρᾶς γῆς, Ἀθήν. 99Β.

Greek Monolingual

ξηρονομικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει την ιδιότητα να βόσκει, να τρέφεται στην ξηρά, χερσαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -νομικός (< -νόμος < νέμω «βόσκω»)].