ξηρονομικός

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρονομικός Medium diacritics: ξηρονομικός Low diacritics: ξηρονομικός Capitals: ΞΗΡΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: xēronomikós Transliteration B: xēronomikos Transliteration C: ksironomikos Beta Code: chronomiko/s

English (LSJ)

ξηρονομική, ξηρονομικόν, feeding on dry land, f.l. in Ath.3.99b (misquoting Pl.Plt. 264d).

German (Pape)

[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen weidend, Ath. III, 99 b.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρονομικός: -ή, -όν, ὁ βοσκόμενος ἐπὶ ξηρᾶς γῆς, Ἀθήν. 99Β.

Greek Monolingual

ξηρονομικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει την ιδιότητα να βόσκει, να τρέφεται στην ξηρά, χερσαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -νομικός (< -νόμος < νέμω «βόσκω»)].