προσυπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπόκειμαι Medium diacritics: προσυπόκειμαι Low diacritics: προσυπόκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prosypókeimai Transliteration B: prosypokeimai Transliteration C: prosypokeimai Beta Code: prosupo/keimai

English (LSJ)

Pass.,

   A lie under besides, v.l. for προϋπ- in Gal.UP3.8.    2 to be mortgaged besides, OGI46.17 (Halic., iii B.C.).    3 to be assumed besides, Gal. 6.246, 10.351.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπόκειμαι: Παθ., ὑπόκειμαι προσέτι, Γαλην.

Greek Monolingual

Α
1. υπόκειμαι επί πλέον
2. υποθηκεύομαι επί πλέον
3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»].