ἀποστρακόομαι
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
A become dry like a potsherd, Hp.VC16, Dsc.2.4, Hippiatr.25; to be ossified, Phlp.in GA113.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστρακόομαι: παθ. γίνομαι σκληρὸς ὡς ὄστρακον, ἐπὶ πάσχοντος ἀπεξηραμμένου ὀστοῦ μὴ τρεφομένου πλέον ὑπὸ τοῦ αἵματος, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 910.
Spanish (DGE)
medic. fosilizarse, endurecerse un hueso por desecación, Hp.VC 16, ἀποστρακοῦσθαι τὸ φάρμακον Dsc.2.4, de unas llagas, Hippiatr.25
•osificarse ὅταν τὸ καλούμενον βρέγμα ἀποστρακωθῇ Phlp.in GA 113.1.