διφθερόομαι
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Pass.,
A to be clad in leather, Str.17.3.11.
Greek (Liddell-Scott)
διφθερόομαι: ἐνδύομαι δερμάτινον ἱμάτιον, Στράβ. 831· πρβλ. καταδ-.
Spanish (DGE)
cubrirse con pieles τἆλλα δὲ μέρη (τοῦ σώματος) Str.17.3.11.