πρωτοτυπία

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτῠπία Medium diacritics: πρωτοτυπία Low diacritics: πρωτοτυπία Capitals: ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ
Transliteration A: prōtotypía Transliteration B: prōtotypia Transliteration C: prototypia Beta Code: prwtotupi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A original form, Eust.50.38.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, die Eigenschaft eines πρωτότυπον, eines Stammwortes, Eust. 38, 17.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτῠπία: ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ πρωτοτύπου, Εὐστ. Πονημάτ. 171. 28, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜ πρωτότυπος
1. η ιδιότητα του πρωτότυπου, καινοτομία, ιδιοτυπία, ιδιομορφία
2. συνεκδ. καθετί το ασυνήθιστο ή και το παράδοξο
3. η αρχική μορφή, το πρωτότυπο.