τρεπτικός

From LSJ
Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεπτικός Medium diacritics: τρεπτικός Low diacritics: τρεπτικός Capitals: ΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: treptikós Transliteration B: treptikos Transliteration C: treptikos Beta Code: treptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A causing change in, δύναμις -κὴ τῆς ὕλης Plot.2.3.17; epith. of the sign Libra, Heph. Astr.1.1:—f.l. for θρεπτικός, Max.Tyr.10.2.    2 Adv. -κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην by revolution, Placit.3.13.3.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτικός: -ή, -όν, μεταβλητός, εὐμετάβολος, σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις Μάξ. Τύρ. 10. 2· ὁ Dübner θρυπτικός. 2) ὁ δυνάμενος τρέπειν, μεταβάλλειν, τρ. τῆς ὕλης Πλωτῖν. Ι, 264.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τρεπτός
1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)
2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.).
επίρρ...
τρεπτικῶς ΜΑ
με περίπλοκο τρόπο.